σμίλε(υ)μα

σμίλε(υ)μα
το
λάξεμα, σκάλισμα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σμιλεύομαι — σμιλεύομαι, σμιλεύτηκα, σμιλε(υ)μένος βλ. πίν. 18 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”